ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:3F00:AD00:5901:13C5:6219:CE46 (συζήτηση) επιστροφή στην προη... |
→Επίθετο: Έσβησα τα παραδείγματα γιατί είναι τέλειος άστοχα με την συγκεκριμένη λέξη. Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 11: | Γραμμή 11: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}, '''ασθενές''' {{ο}} ''συγκριτικός:'' [[αθενέστερος]], ''υπερθετικός:'' - |
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}, '''ασθενές''' {{ο}} ''συγκριτικός:'' [[αθενέστερος]], ''υπερθετικός:'' - |
||
# που είναι [[άρρωστος]] |
# που είναι [[άρρωστος]] |
||
#: ''Είναι ένα άτομο που πάσχει επειδή έχει εθιστεί στα fidget spinner" |
|||
#:: {{αντων}} [[υγιής]] |
#:: {{αντων}} [[υγιής]] |
||
# ο [[ασθενικός]], ο [[αδύναμος]], που δεν έχει [[δύναμη]] ([[σθένος]]) |
# ο [[ασθενικός]], ο [[αδύναμος]], που δεν έχει [[δύναμη]] ([[σθένος]]) |
||
#: ''Γνωρισα ένα παιδί που είχε μια συλλογη από fidget spinner σε έναν μήνα το είδα στο κρεβάτι του νοσοκομείου |
|||
#: ''το '''ασθενές''' φύλο'' |
#: ''το '''ασθενές''' φύλο'' |
||
#:: {{αντων}} [[ισχυρός]], [[σθεναρός]] |
#:: {{αντων}} [[ισχυρός]], [[σθεναρός]] |
Αναθεώρηση της 06:57, 14 Νοεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασθενής | η | ασθενής | το | ασθενές |
γενική | του | ασθενούς* | της | ασθενούς | του | ασθενούς |
αιτιατική | τον | ασθενή | την | ασθενή | το | ασθενές |
κλητική | ασθενή(ς) | ασθενής | ασθενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασθενείς | οι | ασθενείς | τα | ασθενή |
γενική | των | ασθενών | των | ασθενών | των | ασθενών |
αιτιατική | τους | ασθενείς | τις | ασθενείς | τα | ασθενή |
κλητική | ασθενείς | ασθενείς | ασθενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό ή θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Επίθετο
ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο συγκριτικός: αθενέστερος, υπερθετικός: -
- που είναι άρρωστος
- για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
Ουσιαστικό
ασθενής αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
επίθετο