καλλυντικό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: +es |
|||
Γραμμή 43: | Γραμμή 43: | ||
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{es}} : {{τ|es|cosmético}} |
|||
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ks}} : {{τ|ks|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ks}} : {{τ|ks|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 21:18, 14 Νοεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλλυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλλυντικός < (ελληνιστική κοινή) καλλυντικός < καλλυντής < αρχαία ελληνική καλλύνω < καλός
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
καλλυντικό ουδέτερο
- παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους για αισθητικούς ή/και θεραπευτικούς λόγους
Συγγενικά
- καλλυντικός
- → δείτε τις λέξεις καλλύνω και καλός
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καλλυντικό
- αιτιατική ενικού του καλλυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καλλυντικός