ανθρωποκτόνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
==={{μεταφράσεις}}===
==={{μεταφράσεις}}===
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-τέλος}}



=={{-el-}}==
=={{-el-}}==

Αναθεώρηση της 20:35, 15 Νοεμβρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωποκτόνος η ανθρωποκτόνη το ανθρωποκτόνο
      γενική του ανθρωποκτόνου της ανθρωποκτόνης του ανθρωποκτόνου
    αιτιατική τον ανθρωποκτόνο την ανθρωποκτόνη το ανθρωποκτόνο
     κλητική ανθρωποκτόνε ανθρωποκτόνη ανθρωποκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωποκτόνοι οι ανθρωποκτόνες τα ανθρωποκτόνα
      γενική των ανθρωποκτόνων των ανθρωποκτόνων των ανθρωποκτόνων
    αιτιατική τους ανθρωποκτόνους τις ανθρωποκτόνες τα ανθρωποκτόνα
     κλητική ανθρωποκτόνοι ανθρωποκτόνες ανθρωποκτόνα
το θηλυκό σχηματίζει και λόγιους τύπους όμοιους με το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθρωποκτόνος < ἀνθρωποκτόνος < ἄνθρωπος + κτείνω

Επίθετο

ανθρωποκτόνος

  1. που προκαλεί το θάνατο ανθρώπων
  2. το αρσενικό και το θηλυκό του λόγιου τύπου ως ουσ: Ο και η ανθρωποκτόνος → δείτε τη λέξη .

Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωποκτόνος οι ανθρωποκτόνοι (ανθρωποκτόνες)
      γενική της ανθρωποκτόνου των ανθρωποκτόνων
    αιτιατική την ανθρωποκτόνο τις ανθρωποκτόνους (ανθρωποκτόνες)
     κλητική ανθρωποκτόνε (ανθρωποκτόνο) ανθρωποκτόνοι (ανθρωποκτόνες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

ανθρωποκτόνος< αρσενικό και θηλυκό λόγιου τύπου του επιθέτου ανθρωποκτόνος ως ουσ.

Ουσιαστικό

ανθρωποκτόνος αρσενικό ή θηλυκό

  1. εκείνος ή εκείνη που σκοοτώνει κάποιο συνάνθρωπό του/της από πρόθεση.

Μεταφράσεις