βυθοκόρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-' |
{{el-κλίσ-'διάμετρος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 20:43, 15 Νοεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βυθοκόρος | οι | βυθοκόροι (βυθοκόρες) |
γενική | της | βυθοκόρου | των | βυθοκόρων |
αιτιατική | τη | βυθοκόρο | τις | βυθοκόρους (βυθοκόρες) |
κλητική | βυθοκόρε (βυθοκόρο) | βυθοκόροι (βυθοκόρες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βυθοκόρος θηλυκό
- Πρότυπο:ναυτ: ειδικό βοηθητικό ναυπήγημα, αυτοκινούμενο ή μη, που χρησιμοποιείται για την εκβάθυνση λιμανιών, πορθμών, καναλιών, ποταμών και λιμνών ή για την εκμετάλλευση προσχωματικών κοιτασμάτων (όπως π.χ. κοιτάσματα χρυσού)
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- Το λεξικό Τριανταφυλλίδη το κατατάσσει ως αρσενικό.
Δείτε επίσης
- βυθοκόρος στη Βικιπαίδεια