φτιάχνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 42: | Γραμμή 42: | ||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|make}} (1) |
|||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 05:42, 18 Νοεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φτιάχνω < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω < φθειάνω < εὐθειάζω < εὐθύς
Ρήμα
φτιάχνω
- κάνω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι
- τι να φτιάξω σήμερα για φαΐ;
- όταν είμαστε μικροί φτιάχναμε ξύλινα σπαθιά
- (κατ’ επέκταση) επιδιορθώνω ή μεταποιώ κάτι
- ακόμα δεν έφτιαξες την πόρτα να μην χτυπάει;
Εκφράσεις
- τα φτιάχνω (με κάποιον):
- συμφιλιώνομαι (με κάποιον)
- δημιουργώ δεσμό, ερωτική σχέση (με κάποιον)
- τι φτιάχνεις: (οικείο) τι κάνεις; πώς είσαι;
- φτιάχνω κάποιον:
- φέρνω κάποιον σε κατάσταση ευθυμίας ή ευφορίας (και ειρωνικά)
- (ειρωνικά) φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκνευρισμού
- προκαλώ ερωτικά, διεγείρω ερωτικά κάποιον
Ταυτόσημο
Παράγωγα
Μεταφράσεις
φτιάχνω
|