καλλυντικό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: +es |
→{{μεταφράσεις}}: de Kosmetikum |
||
Γραμμή 28: | Γραμμή 28: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{de}} : {{τ|de|Kosmetikum}} |
|||
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 09:27, 21 Νοεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλλυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλλυντικός < (ελληνιστική κοινή) καλλυντικός < καλλυντής < αρχαία ελληνική καλλύνω < καλός
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
καλλυντικό ουδέτερο
- παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους για αισθητικούς ή/και θεραπευτικούς λόγους
Συγγενικά
- καλλυντικός
- → δείτε τις λέξεις καλλύνω και καλός
Μεταφράσεις
καλλυντικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καλλυντικό
- αιτιατική ενικού του καλλυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καλλυντικός