καθαγιασμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|sacred}}
* {{en}} : {{τ|en|consecrated}}, {{τ|en|sanctified}}, {{τ|en|hallowed}}, {{τ|en|sacred}}
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 18:35, 21 Δεκεμβρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθαγιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθαγιάζω

Μετοχή

καθαγιασμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν καθαγιάσει

Μεταφράσεις