συλλαβισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en| |
* {{en}} : {{τ|en|hyphenation}}, {{τ|en|syllabication}}, {{τ|en|syllabification}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 07:15, 1 Ιανουαρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συλλαβισμός < συλλαβίζω
Ουσιαστικό
συλλαβισμός αρσενικό
Ουσιαστικό
συλλαβισμός αρσενικό
- Πρότυπο:γραμμ η διαίρεση μιας λέξης σε συλλαβές
- ο συλλαβισμός της λέξης "κατάσταση" παριστάνεται ως εξής: "κα-τά-στα-ση"
- συλλαβιστική ικανότητα: Ο νεαρός μαθητής κατείχε άψογα τον συλλαβισμό.
- (συνεκδοχικά) η ανάγνωση με δυσκολία που δείχνει πως αυτός που διαβάζει δυσκολεύεται να διαβάσει και προσπαθεί να συλλαβίσει τις λέξεις
Άλλες μορφές
Μεταφράσεις
συλλαβισμός