ένδικος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 94.66.56.233 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Lou bot Ετικέτα: Επαναφορά |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|ἔνδικος|ζενδικός}} |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'όμορφος'}} |
|||
{{προσχέδιο}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ grc-koi|EL}} [[ἔνδικος]] |
||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ|ˈεn.ði.kɔs|γλ=el}} |
|||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
||
*{{νομ}} που προβλέπεται από τη [[δικονομία]] ή σχετίζεται μ’ αυτή |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
|||
*'''''ένδικα''' μέσα'': {{νομ}} [[αναίρεση]], [[ανακοπή]], [[αναψηλάφηση]], [[έφεση]] [[κ.ά.]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|judicial}} |
|||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 15:42, 18 Ιανουαρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ένδικος | η | ένδικη | το | ένδικο |
γενική | του | ένδικου | της | ένδικης | του | ένδικου |
αιτιατική | τον | ένδικο | την | ένδικη | το | ένδικο |
κλητική | ένδικε | ένδικη | ένδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ένδικοι | οι | ένδικες | τα | ένδικα |
γενική | των | ένδικων | των | ένδικων | των | ένδικων |
αιτιατική | τους | ένδικους | τις | ένδικες | τα | ένδικα |
κλητική | ένδικοι | ένδικες | ένδικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ένδικος < Πρότυπο:ετυμ grc-koi ἔνδικος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ένδικος, -η, -ο
- Πρότυπο:νομ που προβλέπεται από τη δικονομία ή σχετίζεται μ’ αυτή
Πολυλεκτικοί όροι
- ένδικα μέσα: Πρότυπο:νομ αναίρεση, ανακοπή, αναψηλάφηση, έφεση κ.ά.