ψωμί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 67: Γραμμή 67:
* {{pt}} : {{τ|pt|pão}}
* {{pt}} : {{τ|pt|pão}}
* {{ro}} : {{τ|ro|pâine}}
* {{ro}} : {{τ|ro|pâine}}
* {{ru}} : {{τ|ru|хлеб|hleb}}
* {{ru}} : {{τ|ru|хлеб|tr=hleb}}
* {{sk}} : {{τ|sk|chlieb|noentry=1}}
* {{sk}} : {{τ|sk|chlieb|noentry=1}}
* {{sl}} : {{τ|sl|kruh}}
* {{sl}} : {{τ|sl|kruh}}

Αναθεώρηση της 06:56, 7 Φεβρουαρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωμί τα ψωμιά
      γενική του ψωμιού των ψωμιών
    αιτιατική το ψωμί τα ψωμιά
     κλητική ψωμί ψωμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμί < μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < ψωμίον (κομματάκι) < αρχαία ελληνική ψωμός < ψώω (τρίβω)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ποικιλίες ψωμιού

ψωμί ουδέτερο

  1. είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται σε φούρνο, ο άρτος
    δεν ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
  2. το μεροκάματο
    δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.

Συγγενικά

Σύνθετα

Σημειώσεις

  • (λαϊκότροπο): η λέξη ψωμί (και παράγωγά της) χρησιμοποιείται σε γενική έννοια, αντί άρτος, δεν υφίσταται καμία διάταξη ή νόμος που να προσδιορίζει τη λέξη "ψωμί", ούτε πινακίδα καταστήματος με τη λέξη ψωμάδικο, αλλά ούτε και επαγγελματίας του είδους που να δέχεται τον όρο ψωμάς.

Εκφράσεις

  • Ψωμί δεν έχουμε, τυρί ζητάμε

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις