γάλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 80: Γραμμή 80:
* {{pt}} : {{τ|pt|leite}}
* {{pt}} : {{τ|pt|leite}}
* {{ro}} : {{τ|ro|lapte}}
* {{ro}} : {{τ|ro|lapte}}
* {{ru}} : {{τ|ru|молоко|tr=moloko}}
* {{ru}} : {{τ|ru|молоко|tr=molokó}}
* {{sr}} : {{τ|sr|млеко|tr=mleko}}
* {{sr}} : {{τ|sr|млеко|tr=mleko}}
* {{mk}} : {{τ|mk|млеко|noentry=1}}
* {{mk}} : {{τ|mk|млеко|noentry=1}}

Αναθεώρηση της 06:38, 10 Φεβρουαρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'όνομα'

Ετυμολογία

γάλα < αρχαία ελληνική γάλα

Ουσιαστικό

γάλα ουδέτερο, γενική: γάλακτος και γάλατος

  1. θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
    αγελαδινό γάλα
  2. το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
    παστεριωμένο γάλα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

και

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλισ-'κτήμα'

Ετυμολογία

γάλα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt-/*galakt-

Ουσιαστικό

γάλα ουδέτερο

Συγγενικά