τσεκούρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 70: | Γραμμή 70: | ||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
||
* {{fi}} : {{τ|fi|kirves}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 02:32, 13 Φεβρουαρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσεκούρι | τα | τσεκούρια |
γενική | του | τσεκουριού | των | τσεκουριών |
αιτιατική | το | τσεκούρι | τα | τσεκούρια |
κλητική | τσεκούρι | τσεκούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τσεκούρι < μεσαιωνική ελληνική τσεκούριον < (ελληνιστική κοινή) σεκούριον < Πρότυπο:ετυμ la securis < seco (κόβω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (κόβω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τσεκούρι ουδέτερο
- εργαλείο για το κόψιμο δέντρων ή ξύλων, αποτελούμενο από ξύλινη λαβή και βαριά κεφαλή με κοφτερή άκρη
- παλιό πολεμικό όπλο
- (μεταφορικά) απορριπτική βαθμολογία σε σχολικό μάθημα και (κατ’ επέκταση) αυστηρός βαθμολογητής
- φημολογείται ότι με το νέο καθηγητή θα πέσει τσεκούρι στη φυσική