πλήρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 25: | Γραμμή 25: | ||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|full}}, {{τ|en|complete}}, ''ασύντμητος'': {{τ| |
* {{en}} : {{τ|en|full}}, {{τ|en|complete}}, ''ασύντμητος'': {{τ|enm|unabridged}} |
||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->enm |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hy}} : {{τ|hy|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hy}} : {{τ|hy|ΧΧΧ}} -->!-- * { |
||
<!-- * {{ast}} : {{τ|ast| |
<!-- * {{ast}} : {{τ|ast|ΧΧwΧ}} --> |
||
<!-- * {{af}} : {{τ|af| |
<!-- * {{af}} : {{τ|af|ΧΧΧc}} --> |
||
<!-- * {{eu}} : {{τ|eu|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{eu}} : {{τ|eu|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 20:40, 24 Φεβρουαρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλήρης | η | πλήρης | το | πλήρες |
γενική | του | πλήρους* | της | πλήρους | του | πλήρους |
αιτιατική | τον | πλήρη | την | πλήρη | το | πλήρες |
κλητική | πλήρη(ς) | πλήρης | πλήρες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλήρεις | οι | πλήρεις | τα | πλήρη |
γενική | των | πλήρων | των | πλήρων | των | πλήρων |
αιτιατική | τους | πλήρεις | τις | πλήρεις | τα | πλήρη |
κλητική | πλήρεις | πλήρεις | πλήρη | |||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- πλήρης < αρχαία ελληνική πλήρης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁-r-
Επίθετο
πλήρης, -ης, -ες
- που έχει γεμίσει και δε χωράει άλλο
- με μεγάλη ποσότητα από κάτι, γεμάτος
- πλήρης ημερών: για κάποιον που έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα
- (μεταφορικά) : πλήρης χαράς
- ολοκληρωμένος, χωρίς ελλείψεις
- στον υπέρτατο βαθμό