έχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
βλεπω} */ |
|||
Γραμμή 38: | Γραμμή 38: | ||
* '''το έχω!''' (στην αργκό, θα τα καταφέρω, μπορώ) |
* '''το έχω!''' (στην αργκό, θα τα καταφέρω, μπορώ) |
||
βλεπω |
|||
===={{κλίση}}==== |
|||
{{el-κλίσ-'ξέρω'|2=είχ|3=είχ}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 16:00, 2 Μαρτίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έχω < αρχαία ελληνική ἔχω
Ρήμα
έχω, παρατ.: είχα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους
- κρατώ μαζί μου ή πάνω μου
- μήπως έχεις ένα στυλό;
- κατέχω κάτι, είμαι ιδιοκτήτης
- έχω αυτοκίνητο / σπίτι
- διατηρώ συγγενική / φιλική / ερωτική σχέση
- δεν έχει οικογένεια
- αισθάνομαι / συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά
- τι έχεις και δε μας μιλάς;
- τις τελευταίες μέρες έχει πολλά νεύρα
- υποφέρω από κάτι
- έχω πονοκέφαλο
- έχει άσθμα
- οφείλω, πρέπει να κάνω κάτι
- έχω δουλειά τώρα, δεν μπορώ
- Πρότυπο:γραμμ βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
- έχω διαβάσει (παρακείμενος)
- είχες πει (υπερσυντέλικος)
- θα έχει χιονίσει (συντελεσμένος μέλλοντας)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χτικιάζω
Εκφράσεις
- δεν έχει: για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
- Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, δεν έχει βόλτα.
- δεν το έχω για τίποτα να... / για πολύ να...: μου είναι εύκολο να... δεν θα διστάσω
- έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα : προσέχω πάρα πολύ
- τα έχω καλά / άσχημα με κάποιον : έχω καλές / άσχημες σχέσεις με κάποιον
- τα έχω χαμένα : έχω σαστίσει
- τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε : τον κάνει ό,τι θέλει
- όπως έχει: στην δεδομένη κατάσταση
- το έχω! (στην αργκό, θα τα καταφέρω, μπορώ)
βλεπω
Μεταφράσεις
έχω
|