αμίνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
*[[αμινομάδα]] |
*[[αμινομάδα]] |
||
*[[αμινοξύ]] |
*[[αμινοξύ]] |
||
*{{βλ|αμινο-|αμμωνία}} |
*{{βλ|αμινο-|αμμωνία|βιταμίνη}} |
||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
Αναθεώρηση της 06:30, 12 Μαρτίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμίνη | οι | αμίνες |
γενική | της | αμίνης | των | αμινών |
αιτιατική | την | αμίνη | τις | αμίνες |
κλητική | αμίνη | αμίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική amine < ammonia < Πρότυπο:ετυμ la ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < Πρότυπο:ετυμ egy
(jmn)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αμίνη θηλυκό
- Πρότυπο:χημ (συνήθως στον πληθυντικό: αμίνες) αζωτούχες οργανικές ενώσεις με μία τουλάχιστον αμινομάδα, δηλαδή -NH2 ή -NH- ή >Ν-, ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα
Συγγενικά
Δείτε επίσης
- Αμίνες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)