πάγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Γραμμή 47: Γραμμή 47:
{{μτφ-αρχή|πάγος}}
{{μτφ-αρχή|πάγος}}
* {{en}} : {{τ|en|ice}}
* {{en}} : {{τ|en|ice}}
*: {{ang}} : {{τ|ang|īs|noentry=1}}
*: {{enm}} : {{τ|enm|is}}
<!-- * {{az}} : {{τ|az|XXX}} -->
<!-- * {{az}} : {{τ|az|XXX}} -->
* {{sq}} : {{τ|sq|akull}}
* {{sq}} : {{τ|sq|akull}}
Γραμμή 58: Γραμμή 60:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|glace}}
* {{fr}} : {{τ|fr|glace}}
* {{da}} : {{τ|da|is}}
* {{de}} : {{τ|de|Eis}}
* {{de}} : {{τ|de|Eis}}
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|XXX}} -->
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|XXX}} -->
Γραμμή 102: Γραμμή 105:
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
* {{sl}} : {{τ|sl|led}}
* {{sl}} : {{τ|sl|led}}
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} -->
* {{sv}} : {{τ|sv|is}}
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
* {{cs}} : {{τ|cs|led}}
* {{cs}} : {{τ|cs|led}}

Αναθεώρηση της 16:25, 19 Μαρτίου 2018

Δείτε επίσης: πᾶγος

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

πάγος < αρχαία ελληνική πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι

Ουσιαστικό

Kομμάτι πάγου

πάγος αρσενικό

η κατάψυξη του ψυγείου έχει μαζέψει πολύ πάγο
καλλιτεχνικό πατινάζ πάνω στον πάγο
  • μια μικρή ή μεγάλη μάζα πάγου
πίνει το ποτό του με πάγο
  • οτιδήποτε γίνεται αισθητό ως πολύ παγωμένο
η θάλασσα είναι πάγος
οι οδηγοί να είναι προσεκτικοί, διότι το πρωί θα έχει πάγο στους δρόμους

Εκφράσεις

  • βάζω στον πάγο: αφήνω κάποιον σε αχρηστία, διακόπτω τη δραστηριότητα
  • σπάω τον πάγο: διαλύω την αρχική αμηχανία

Δείτε επίσης

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'χρόνος'

Ετυμολογία

πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι

Ουσιαστικό

πάγος

  1. βράχος
  2. παγετός
  3. το αλάτι που βρίσκουμε στις αλυκές μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού
  4. θρόμβος αίματος, το πηγμένο αίμα