σκοπιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
|||
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{αρχ}} : {{λ||grc}}(1,2) |
* {{αρχ}} : {{λ||grc}}(1,2) |
||
* {{en}} : {{τ|en|watchtower}}(1,2), {{τ|en|sentry}}(1,2), {{τ|en|viewpoint}}(5) |
* {{en}} : {{τ|en|watchtower}}(1,2), {{τ|en|sentry}}(1,2), {{τ|en|watch}}(3,4), {{τ|en|viewpoint}}(5) |
||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 20:15, 19 Μαρτίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκοπιά | οι | σκοπιές |
γενική | της | σκοπιάς | των | σκοπιών |
αιτιατική | τη | σκοπιά | τις | σκοπιές |
κλητική | σκοπιά | σκοπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- σκοπιά < αρχαία ελληνική σκοπιά < σκοπός < σκέπτομαι < Πρότυπο:ετυμ grk-pro *sképťomai < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *skep-ye- < (από μετάθεση) *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σκοπιά θηλυκό
- η εποπτική θέση παρατήρησης, φύλαξης και φρούρησης μιας συγκεκριμένης περιοχής ή χώρου
- ο σχετικός χώρος που στέκεται ο σκοπός, ο φρουρός
- η υπηρεσία του σκοπού, η φρούρηση
- (συνεκδοχικά) ο σκοπός, ο φρουρός
- (μεταφορικά) η οπτική γωνία, η φιλοσοφική, πολιτική κ.ά. πλευρά ή θέση απ’ την οποία κάποιος βλέπει και προσεγγίζει τα πράγματα
- ≈ συνώνυμα: οπτική γωνία, πλευρά, πρίσμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)