κίνδυνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→Ετυμολογία: προστέθηκε περιεχόμενο Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[κίνδυνος]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[κίνδυνος]] |
||
Κιν-Δυν-Ος-->αυτ(Ος) (Κιν)εί (Δυν)άμεις.. |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 22:49, 28 Μαρτίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κίνδυνος < αρχαία ελληνική κίνδυνος
Κιν-Δυν-Ος-->αυτ(Ος) (Κιν)εί (Δυν)άμεις..
Ουσιαστικό
κίνδυνος αρσενικό
- οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
- Πρότυπο:πολιτ, Πρότυπο:οικον, Πρότυπο:κοινωνιολογία: κάθε ατέλεια πρόβλεψης, ή άγνοια παραμέτρων, εναλλακτικών γεγονότων, (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, κ.λπ.)
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
κίνδυνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
κίνδυνος < ίσως από το κύων
Ουσιαστικό
κίνδυνος αρσενικό
- κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση