θησαυρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'ουρανός'}} |
{{el-κλίσ-'ουρανός'}} |
||
⚫ | |||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el}} {{λ|θησαυρός|grc}} < {{λ|τίθημι|grc}} < {{ετυμ ine-pro|EL}} *''dʰédʰeh₁''- < *''dʰeh₁''- ({{λ|τίθημι|grc}}, {{λ|θέτω|el}}) |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|θi.sav.ˈɾɔs|γλ=el}} |
{{ΔΦΑ|θi.sav.ˈɾɔs|γλ=el}} |
||
⚫ | |||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
# σύνολο [[πολύτιμος|πολύτιμων]] αντικειμένων, [[κειμήλιο|κειμηλίων]] ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς |
# [[σύνολο]] [[πολύτιμος|πολύτιμων]] αντικειμένων, [[κειμήλιο|κειμηλίων]] ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς |
||
#: ''ψάχνει για χαμένους '''θησαυρούς''''' |
#: ''ψάχνει για χαμένους '''θησαυρούς''''' |
||
# {{μτφρ}} μεγάλος [[πλούτος]] |
# {{μτφρ}} μεγάλος [[πλούτος]] |
||
Γραμμή 99: | Γραμμή 99: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' < |
'''{{PAGENAME}}''' < {{λ|τίθημι|grc}} < {{ετυμ ine-pro|GRC}} *''dʰédʰeh₁''- < *''dʰeh₁''- ({{λ|τίθημι|grc}}, {{λ|θέτω|el}}) |
||
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
||
{{grc-κλίσ-'ναός'}} |
{{grc-κλίσ-'ναός'}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
# κάτι το πολύτιμο, ο θησαυρός |
# κάτι το [[πολύτιμο]], ο {{λ|θησαυρός|el}} |
||
#: ''ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά'' (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο) |
#: ''ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά'' (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο) |
||
# [[οικοδόμημα]] σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων [[ιερό|ιερών]], για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα [[αφιέρωμα|αφιερώματά]] τους |
# [[οικοδόμημα]] σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων [[ιερό|ιερών]], για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα [[αφιέρωμα|αφιερώματά]] τους |
||
#: ''ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων '''θησαυρῷ''', σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα'', (Ηρόδοτος, ''Ἱστορίαι'') |
#: ''ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων '''θησαυρῷ''', σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα'', (Ηρόδοτος, ''Ἱστορίαι'') |
||
# χτιστός κυκλικός [[τάφος]] των [[μυκηναϊκός|μυκηναϊκών]] χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν [[θησαυροφυλάκιο]] |
# {{αρχιτ|grc}} [[χτιστός]] [[κυκλικός]] [[τάφος]] των [[μυκηναϊκός|μυκηναϊκών]] χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν [[θησαυροφυλάκιο]] |
||
#: ''ο '''θησαυρός''' του Aτρέως'' |
#: ''ο '''θησαυρός''' του Aτρέως'' |
||
Αναθεώρηση της 08:58, 10 Μαΐου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θησαυρός < αρχαία ελληνική θησαυρός < τίθημι < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁- (τίθημι, θέτω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
θησαυρός αρσενικό
- σύνολο πολύτιμων αντικειμένων, κειμηλίων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς
- ψάχνει για χαμένους θησαυρούς
- (μεταφορικά) μεγάλος πλούτος
- έχει τους θησαυρούς του Kροίσου
- κάθε κινητό αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του
- πρόσωπο που έχει πολλά χαρίσματα
- εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας θησαυρός για την επιχείρηση
- πρόσωπο πολύ αγαπητό
- θησαυρέ μου!
- ένα πρόσωπο ή πράγμα που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κάτι πολύτιμο
- αυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι θησαυρός γνώσεων
- Πρότυπο:αρχαιολ οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ο θησαυρός των Kνιδίων στους Δελφούς
- Πρότυπο:αρχαιολ χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως
- Πρότυπο:φιλολ λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας
- ο θησαυρός της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας
Εκφράσεις
- άνθρακες ο θησαυρός: η διάψευση των προσδοκιών
- καλλιτεχνικοί / αρχαιολογικοί θησαυροί: έργα τέχνης ή αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης αξίας
- οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
θησαυρός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
θησαυρός < τίθημι < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁- (τίθημι, θέτω)
Ουσιαστικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θησαυρός | οἱ | θησαυροί |
γενική | τοῦ | θησαυροῦ | τῶν | θησαυρῶν |
δοτική | τῷ | θησαυρῷ | τοῖς | θησαυροῖς |
αιτιατική | τὸν | θησαυρόν | τοὺς | θησαυρούς |
κλητική ὦ! | θησαυρέ | θησαυροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θησαυρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θησαυροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
θησαυρός αρσενικό
- κάτι το πολύτιμο, ο θησαυρός
- ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
- οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα, (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι)
- Πρότυπο:αρχιτ χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)