συμβαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: linking λέξεων, αντιγραφή υπολοίπων από παρόμοια |
διόρθωση διαχ. γλωσσών |
||
Γραμμή 57: | Γραμμή 57: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
|||
---- |
|||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
Αναθεώρηση της 07:23, 19 Μαΐου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμβαίνω < αρχαία ελληνική συμβαίνω
Ρήμα
συμβαίνω
- → δείτε τη λέξη συμβαίνει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμβαίνω | συνέβαινα | θα συμβαίνω | να συμβαίνω | συμβαίνοντας | |
β' ενικ. | συμβαίνεις | συνέβαινες | θα συμβαίνεις | να συμβαίνεις | συνέβαινε | |
γ' ενικ. | συμβαίνει | συνέβαινε | θα συμβαίνει | να συμβαίνει | ||
α' πληθ. | συμβαίνουμε | συμβαίναμε | θα συμβαίνουμε | να συμβαίνουμε | ||
β' πληθ. | συμβαίνετε | συμβαίνατε | θα συμβαίνετε | να συμβαίνετε | συμβαίνετε | |
γ' πληθ. | συμβαίνουν(ε) | συνέβαιναν συμβαίναν(ε) |
θα συμβαίνουν(ε) | να συμβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέβην | θα συμβώ | να συμβώ | συμβεί | ||
β' ενικ. | συνέβης | θα συμβείς | να συμβείς | |||
γ' ενικ. | συνέβη | θα συμβεί | να συμβεί | |||
α' πληθ. | συμβήκαμε | θα συμβούμε | να συμβούμε | |||
β' πληθ. | συμβήκατε | θα συμβείτε | να συμβείτε | συμβείτε | ||
γ' πληθ. | συνέβησαν | θα συμβούν | να συμβούν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμβεί | είχα συμβεί | θα έχω συμβεί | να έχω συμβεί | ||
β' ενικ. | έχεις συμβεί | είχες συμβεί | θα έχεις συμβεί | να έχεις συμβεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμβεί | είχε συμβεί | θα έχει συμβεί | να έχει συμβεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμβεί | είχαμε συμβεί | θα έχουμε συμβεί | να έχουμε συμβεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμβεί | είχατε συμβεί | θα έχετε συμβεί | να έχετε συμβεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμβεί | είχαν συμβεί | θα έχουν συμβεί | να έχουν συμβεί |
|
Μεταφράσεις
συμβαίνω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
συμβαίνω
- στέκομαι με τα πόδια ενωμένα (όπως οι κούροι)
- ὅταν γάρ τι ἀπὸ τῆς γῆς ἄρασθαι βούλωνται, διαβαίνοντες πάντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες ἐπιχειροῦσιν αἴρεσθαι. :όπως και οι άνθρωποι, όταν θέλουν να σηκώσουν κάτι από τη γη, ανοίγουν τη δρασκελιά τους μάλλον παρά προσπαθούν να το σηκώσουν με ενωμένα τα πόδια (Ξενοφών)
- προστίθενται, μαζεύονται, συμπίπτουν όλα μαζί, συμπίπτω απλώς, συμφωνώ με κάτι άλλο, ταυτίζομαι
- συμβαίνει κακοῖς : συνέπεσαν κι άλλα κακά
- ὅ τε χρόνος τῆς ἐκθέσιος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς συμβαίνειν : ο χρόνος της έκθεσης <η εποχή που είχαν αφήσει έκθετο το νεογέννητο βασιλόπουλο> συνέπιπτε με την ηλικία του αγοριού αυτού
- εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις : τα χνάρια είναι ίδια με τις δικές μου πατημασιές
- συναντώ,
- σὺν δ᾽ ἔβη ἐν Φιλότητι
- ξυμβέβηκε δ᾽ οὐδαμοῦ: δεν έχω απαντήσει ποτέ κάτι τέτοιο, δεν έχω καμία σχέση με αυτό, δεν βρέθηκε στο δρόμο μου
- (μεταφορικά) συμβαδίζω, συμβιβάζομαι, συμφωνώ, υποχωρώ, συνήθως την ίδια εποχή με κάποιον άλλο
- ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ θέρους τούτου καὶ οἱ Πλαταιῆς οὐκέτι ἔχοντες σῖτον οὐδὲ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι ξυνέβησαν τοῖς Πελοποννησίοις τοιῷδε τρόπῳ : την ίδια εποχή του καλοκαιριού εκεινου και οι Πλαταιείς ήρθαν σε συμφωνία με τους Πελοποννήσιους γιατί δεν είχαν σιτάρι ούτε δυνάμεις να αντέξουν πλιορκία
- ξυνέβησαν δὲ καὶ Βυζάντιοι ὥσπερ καὶ πρότερον ὑπήκοοι εἶναι. : συμφώνησαν τότε και οι κάτοικοι του Βυζαντίου να ξαναγίνουν υπήκοοι με το καθεστώς που είχαν πριν
- οὐ γὰρ ἂν ξυμβαῖμεν ἄλλως ἢ 'πὶ τοῖς εἰρημένοις ὥστ᾽ ἐμὲ σκήπτρων κρατοῦντα : δεν θα τα βρούμε αλλιώς παρά αν γίνουν όσα είπα, να κρατήσω το σκήπτρο...
Συγγενικά
- σύμβασις
- σύμβαμα
- συμβασείω
- συμβατικός
- συμβατήριος
- συμβάν (το γεγονός) συμβάντα (τα γεγονότα)
- το συμβεβηκός (το τυχαίο γεγονός, η σύμπτωση)