ελληνικά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: προσοχή = πρότυπο:χρειάζεται προσοχή |
→{{-el-}}: η ετυμολογία είναι πάνω και από τα τρία ΜέρηΤουΛόγου |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|:Κατηγορία:Ελληνική γλώσσα}} |
{{δείτε|:Κατηγορία:Ελληνική γλώσσα}} |
||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
⚫ | |||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{ |
: '''{{PAGENAME}}''' [[#oυσιαστικό|ως ουσιαστικό]] < {{ουσεπ ο|ελληνικός}} |
||
:: [[#επίρρημα|ως επίρρημα]] και [[#κλιτή μορφή επιθέτου|ως κλιτή μορφή]] {{βλ|ελληνικός}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
⚫ | |||
'''{{λ}}''' {{οπλ}} |
'''{{λ}}''' {{οπλ}} |
||
* η [[ελληνικός|ελληνική]] [[γλώσσα]] |
* η [[ελληνικός|ελληνική]] [[γλώσσα]] |
Αναθεώρηση της 15:29, 27 Μαΐου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελληνικά ως ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελληνικός
- ως επίρρημα και ως κλιτή μορφή → δείτε τη λέξη ελληνικός
Ουσιαστικό
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ελληνικά | ||
γενική | των | ελληνικών | ||
αιτιατική | τα | ελληνικά | ||
κλητική | ελληνικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ελληνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
Συγγενικά
Δείτε επίσης
Για τη νέα ελληνική
- γραικική (γλώσσα)
- νέα ελληνικά, νέα ελληνική γλώσσα
- νεοελληνικά, νεοελληνική (γλώσσα)
- ρωμαίικα
και τις διαλέκτους της
- καππαδοκική (διάλεκτος)
- κατωιταλιωτική (διάλεκτος)
- ποντιακά
- τσακώνικα
Επίσης:
- αρχαία ελληνικά
- κοινή, ελληνιστική κοινή (γλώσσα)
Μεταφράσεις
η ελληνική γλώσσα
Επίρρημα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελληνικό
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Γλώσσες στα ελληνικά