χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 22: Γραμμή 22:
* [[χηνίσιος]]
* [[χηνίσιος]]
* [[χηνίτσα]]
* [[χηνίτσα]]
* [[χηνόπουλο]]
* [[χηνούλα]]
* [[χηνούλα]]



Αναθεώρηση της 05:39, 15 Ιουλίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

χήνα

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *ǵʰh₂éns (χήνα)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό(αρσενικό χήνος)

  1. Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. (μεταφορικά) εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χήνα < κέχηνα χαίνω

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό

  • η χήνα, η άγρια και η ήμερη


Συγγενικά