γλυκίνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'νίκη'}} |
|||
⚫ | |||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λενδ}} {{ετυμ en}} [[glycine]] < {{ετυμ|grc|el}} [[γλυκύς]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
⚫ | |||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
* {{βιολ}} |
* {{βιολ}} ένα από τα [[είκοσι]] [[αμινοξέα]] που βρίσκονται συνήθως στην [[πρωτεΐνη]] |
||
* |
* {{βιοχημ}} [[μη απαραίτητο αμινοξύ|Μη απαραίτητο αμινοξύ]] με τύπο NH<sub>2</sub>-CH<sub>2</sub>-COOH και σύμβολο '''[[Gly]]''' ή '''[[G]]'''. Είναι το απλούστερο [[αμινοξύ]] που υπάρχει |
||
===={{μορφές}}==== |
|||
*[[γλυσίνη]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|glycine}} |
* {{en}} : {{τ|en|glycine}} |
Αναθεώρηση της 05:52, 31 Ιουλίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλυκίνη | οι | γλυκίνες |
γενική | της | γλυκίνης | των | γλυκινών |
αιτιατική | τη | γλυκίνη | τις | γλυκίνες |
κλητική | γλυκίνη | γλυκίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- γλυκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική glycine < αρχαία ελληνική γλυκύς
Ουσιαστικό
γλυκίνη θηλυκό
- Πρότυπο:βιολ ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη
- Πρότυπο:βιοχημ Μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο NH2-CH2-COOH και σύμβολο Gly ή G. Είναι το απλούστερο αμινοξύ που υπάρχει
Άλλες μορφές
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Αμινοξέα (ελληνικά)