πιρούνι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
||
Γραμμή 24: | Γραμμή 24: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή|σκεύος}} |
{{μτφ-αρχή|σκεύος}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
* {{en}} : {{τ|en|fork}} |
* {{en}} : {{τ|en|fork}} |
||
* {{ang}} : {{τ|ang|forca|noentry=1}} |
* {{ang}} : {{τ|ang|forca|noentry=1}} |
||
* {{ |
* {{af}} : {{τ|af|vurk|noentry=1}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
* {{da}} : {{τ|da|gaffel|noentry=1}} |
* {{da}} : {{τ|da|gaffel|noentry=1}} |
||
⚫ | |||
* {{he}} : {{τ|he|מזלג}} |
* {{he}} : {{τ|he|מזלג}} |
||
* {{eo}} : {{τ|eo|forko|noentry=1}} |
* {{eo}} : {{τ|eo|forko|noentry=1}} |
||
* {{ |
* {{es}} : {{τ|es|tenedor}}, {{τ|es|horca}}, {{τ|es|horquilla|noentry=1}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
* {{it}} : {{τ|it|forchetta}} |
* {{it}} : {{τ|it|forchetta}} |
||
⚫ | |||
* {{la}} : {{τ|la|furca|noentry=1}} |
* {{la}} : {{τ|la|furca|noentry=1}} |
||
* {{no}} : {{τ|no|gaffel}} |
* {{no}} : {{τ|no|gaffel}} |
||
⚫ | |||
* {{nl}} : {{τ|nl|kruis}}, {{τ|nl|vork}} |
* {{nl}} : {{τ|nl|kruis}}, {{τ|nl|vork}} |
||
⚫ | |||
* {{pap}} : {{τ|pap|fòrki}}, {{τ|pap|hòrkèt}}, {{τ|pap|orketa}} |
* {{pap}} : {{τ|pap|fòrki}}, {{τ|pap|hòrkèt}}, {{τ|pap|orketa}} |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|widelec}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|widelec}} |
||
* {{pt}} : {{τ|pt|garfo}} |
* {{pt}} : {{τ|pt|garfo}} |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|вилка}} |
* {{ru}} : {{τ|ru|вилка}} |
||
⚫ | |||
* {{sv}} : {{τ|sv|gaffel}}, {{τ|sv|grep}} |
* {{sv}} : {{τ|sv|gaffel}}, {{τ|sv|grep}} |
||
⚫ | |||
* {{tr}} : {{τ|tr|çatal}} |
* {{tr}} : {{τ|tr|çatal}} |
||
* {{tl}} : {{τ|tl|tinidór|noentry=1}} |
* {{tl}} : {{τ|tl|tinidór|noentry=1}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 21:02, 1 Αυγούστου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιρούνι | τα | πιρούνια |
γενική | του | πιρουνιού | των | πιρουνιών |
αιτιατική | το | πιρούνι | τα | πιρούνια |
κλητική | πιρούνι | πιρούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πιρούνι < μεσαιωνική ελληνική πιρούνι < (ελληνιστική κοινή) περόνιον < αρχαία ελληνική περόνη < πείρω
Ουσιαστικό
πιρούνι ουδέτερο
- σκεύος σερβιρίσματος για λήψη στερεού φαγητού, με λαβή και αιχμές
- το πιρούνι για τη σαλάτα διαφέρει από το πιρούνι για το κρέας
- Πρότυπο:τεχνο τμήμα του σκελετού των οχημάτων στο οποίο εφαρμόζει συνήθως το αμορτισέρ
- τα πιρούνια της μηχανής μου είναι επιχρωμιωμένα
- Πρότυπο:τεχνο κινητό εξάρτημα περονοφόρου οχήματος
- Πρότυπο:τεχνο ακραίο τμήμα περονοφόρου αρπάγης ή σκαπτικού
- Πρότυπο:ναυτ Πρότυπο:ιδιωμ ο διπλός πρόβολος των καλωδιακών πλοίων, φραγματοθέτιδων, φαλαινοθηρικών και μεγάλων αλιευτικών
- Πρότυπο:ναυτ αλιευτικό εργαλείο που φέρεται σε άκρη κονταριού, κοινώς καμάκι
- Πρότυπο:ναυτ η άκρη του βέλους, ή όλο το βέλος του ψαροντούφεκου
Παράγωγα
Μεταφράσεις
σκεύος
|