πιρούνι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Γραμμή 43: Γραμμή 43:
* {{pl}} : {{τ|pl|widelec}}
* {{pl}} : {{τ|pl|widelec}}
* {{pt}} : {{τ|pt|garfo}}
* {{pt}} : {{τ|pt|garfo}}
* {{ru}} : {{τ|ru|вилка}}
* {{ru}} : {{τ|ru|вилка|tr=vílka}}
* {{sv}} : {{τ|sv|gaffel}}, {{τ|sv|grep}}
* {{sv}} : {{τ|sv|gaffel}}, {{τ|sv|grep}}
* {{srn}} : [[forku]]
* {{srn}} : [[forku]]

Αναθεώρηση της 21:07, 1 Αυγούστου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιρούνι τα πιρούνια
      γενική του πιρουνιού των πιρουνιών
    αιτιατική το πιρούνι τα πιρούνια
     κλητική πιρούνι πιρούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μεταλλικό πιρούνι(1)
Μπροστινό πιρούνι (2)

Ετυμολογία

πιρούνι < μεσαιωνική ελληνική πιρούνι < (ελληνιστική κοινή) περόνιον < αρχαία ελληνική περόνη < πείρω

Ουσιαστικό

πιρούνι ουδέτερο

  1. σκεύος σερβιρίσματος για λήψη στερεού φαγητού, με λαβή και αιχμές
    το πιρούνι για τη σαλάτα διαφέρει από το πιρούνι για το κρέας
  2. Πρότυπο:τεχνο τμήμα του σκελετού των οχημάτων στο οποίο εφαρμόζει συνήθως το αμορτισέρ
    τα πιρούνια της μηχανής μου είναι επιχρωμιωμένα
  3. Πρότυπο:τεχνο κινητό εξάρτημα περονοφόρου οχήματος
  4. Πρότυπο:τεχνο ακραίο τμήμα περονοφόρου αρπάγης ή σκαπτικού
  5. Πρότυπο:ναυτ Πρότυπο:ιδιωμ ο διπλός πρόβολος των καλωδιακών πλοίων, φραγματοθέτιδων, φαλαινοθηρικών και μεγάλων αλιευτικών
  6. Πρότυπο:ναυτ αλιευτικό εργαλείο που φέρεται σε άκρη κονταριού, κοινώς καμάκι
  7. Πρότυπο:ναυτ η άκρη του βέλους, ή όλο το βέλος του ψαροντούφεκου

Παράγωγα

Μεταφράσεις