συγχύζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 22: | Γραμμή 22: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|embrouiller}}, {{τ|fr|confondre}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|embrouiller}}, {{τ|fr|confondre}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|verwirren}} ,{{τ|de|irritieren}} |
* {{de}} : {{τ|de|verwirren}} , {{τ|de|irritieren}} |
||
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 07:46, 7 Αυγούστου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγχύζω < μεσαιωνική ελληνική συγχύζω < σύγχυσις + -ίζω
Ρήμα
συγχύζω, παθ. φωνή συγχύζομαι, μτχ παθ. παρακ. συγχυσμένος)
- ταράζω κάποιον έντονα, του ανεβάζω το αίμα στο κεφάλι, τον φουντώνω, τον στενοχωρώ πολύ, του προκαλώ τέτοια αναστάτωση που αισθάνεται σύγχυση, τα χάνει.
Συγγενικά