δέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
+συγγ
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
# ''για αρνητική ή ανεπιθύμητη ιδιότητα'': [[χαρακτηρίζω]]
# ''για αρνητική ή ανεπιθύμητη ιδιότητα'': [[χαρακτηρίζω]]
#:: ''τι εγωισμός σας '''δέρνει'''!''
#:: ''τι εγωισμός σας '''δέρνει'''!''

===={{συγγενικά}}====
* [[δαρμένος]]
* [[δαρμός]]
* [[δάρσιμο]]
* [[δάρτης]]



===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 17:32, 7 Αυγούστου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δέρνω < αρχαία ελληνική δέρω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

δέρνω (παθητικό δέρνομαι)

  1. χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο
     συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
    κάποιοι αλήτες τον έδειραν για πλάκα
  2. εκτίθεμαι σε κάτι που πέφτει πάνω μου με ορμή
     συνώνυμα: ριπίζω
    η χιονοθύελλα τους έδερνε πολλή ώρα, μέχρι να φτάσουν στο καταφύγιο
  3. βάζω κάποιον σε ταλαιπωρίες, προκαλώ σε κάποιον δεινά
     συνώνυμα: βασανίζω, παιδεύω, ταλαιπωρώ, τυραννώ
    τους έχει δείρει η θλίψη κι η μοναξιά
  4. για αρνητική ή ανεπιθύμητη ιδιότητα: χαρακτηρίζω
    τι εγωισμός σας δέρνει!

Συγγενικά


Μεταφράσεις