βότκα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{tr}} : {{τ|tr|votka}} |
* {{tr}} : {{τ|tr|votka}} |
||
* {{fi}} : {{τ|fi|votka}}, {{τ|fi|vodka}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
Αναθεώρηση της 17:51, 18 Αυγούστου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βότκα | οι | βότκες |
γενική | της | βότκας | — | |
αιτιατική | τη | βότκα | τις | βότκες |
κλητική | βότκα | βότκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βότκα < Πρότυπο:ετυμ ru водка
Ουσιαστικό
βότκα θηλυκό
- οινοπνευματώδες ποτό ρωσικής προέλευσης.
Μεταφράσεις
βότκα