κυριαρχημένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ προσθήκη κλίσης στις μετοχές -μένος -μενος |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'όμορφος'}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 11:54, 25 Αυγούστου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κυριαρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυριαρχώ
Μετοχή
κυριαρχημένος, -η, -ο
- (για έντονα αισθήματα) που έχει κυριαρχηθεί από κάτι, που δεν μπορεί να αντισταθεί σε κάτι
- ήταν κυριαρχημένος από θυμό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κυριαρχημένος
|