βλώσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
βλώσκω με τροπή του ένρινου μ σε β για ευφωνία αφού προηγείται υγρού γράμματος > μλώσκω > μολίσκω (=έρχομαι μετά κόπου) εξ ου και μόλις > μόγις > μόγος (=μεγάλος κόπος) = έρχομαι μετά κόπου και προσπάθειας
: '''{{PAGENAME}}''' < ρίζα '''μολ''' και κατόπιν μετάθεσης '''μλο''' και κατόπιν ένθεσης για ευφωνία του [[β]], '''μβλο''' και με έκπτωση του [[μ]] = '''βλω''' (μπορεί να είναι και συγγενές του [[μωλύω]]: μεταφυτεύω, μαραίνομαι)
μολών λαβέ (=κόπιασε να τα πάρεις)

==={{ρήμα|grc}}===
==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''

Αναθεώρηση της 16:19, 28 Αυγούστου 2018

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βλώσκω με τροπή του ένρινου μ σε β για ευφωνία αφού προηγείται υγρού γράμματος > μλώσκω > μολίσκω (=έρχομαι μετά κόπου) εξ ου και μόλις > μόγις > μόγος (=μεγάλος κόπος) = έρχομαι μετά κόπου και προσπάθειας μολών λαβέ (=κόπιασε να τα πάρεις)

Ρήμα

βλώσκω

  1. ποιητικό ρήμα που σημαίνει έρχομαι και πάω
    ἔστε δ᾽ ἂν μόλωσιν, εἰς ἀφθονίαν παρέξειν ἔφη καὶ σιτία καὶ ποτά. : και μέχρι να φτάσουν εκεί, θα τους παράσχει σε αφθονία τρόφιμα και ποτά

Συγγενικά

ἀντιμολία στη φράση δίκη κατ' αντιμολία
ως συνθετικό στο κεντρομόλος

Τύποι

βλώσκω μέλλων μολοῦμαι και [βλώξω] αόριστος [ἔβλωξα] αόριστος β΄ἔμολον και [ἔβλων] παρακείμενος μέμβλωκα
(Σε αγκύλες οι τύποι που είναι μεταγενέστεροι των Αττικών συγγραφέων)