βλώσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
===Τύποι=== |
===Τύποι=== |
||
:'''βλώσκω''' μέλλων '''μολοῦμαι''' και |
:ενεστ.'''βλώσκω''' πρτ '''ἔβλωσκον''' μέλλων '''μολοῦμαι''' και '''βλώξω''' αόριστος '''ἔβλωξα''' αόριστος β΄'''ἔμολον''' και '''ἔβλων''' παρακείμενος '''μέμβλωκα''' |
||
:(Σε αγκύλες οι τύποι που είναι μεταγενέστεροι των Αττικών συγγραφέων) |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 16:41, 28 Αυγούστου 2018
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
βλώσκω με τροπή του ένρινου μ σε β για ευφωνία αφού προηγείται υγρού γράμματος > μλώσκω > μολίσκω (=έρχομαι μετά κόπου) > από το επίρρημα μόλις > μόγις > μόγος (=μεγάλος κόπος) = έρχομαι μετά κόπου και προσπάθειας
μολών λαβέ (=κόπιασε να τα πάρεις)
Ρήμα
βλώσκω
- ποιητικό ρήμα που σημαίνει έρχομαι και πάω
- ἔστε δ᾽ ἂν μόλωσιν, εἰς ἀφθονίαν παρέξειν ἔφη καὶ σιτία καὶ ποτά. : και μέχρι να φτάσουν εκεί, θα τους παράσχει σε αφθονία τρόφιμα και ποτά
Συγγενικά
- αὐτόμολος
- από τη νεοελληνική το μολών στη φράση μολών λαβέ (έλα πάρ' τα)
- ἀντιμολία στη φράση δίκη κατ' αντιμολία
- ως συνθετικό στο κεντρομόλος
Τύποι
- ενεστ.βλώσκω πρτ ἔβλωσκον μέλλων μολοῦμαι και βλώξω αόριστος ἔβλωξα αόριστος β΄ἔμολον και ἔβλων παρακείμενος μέμβλωκα