σκύβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: sich bücken |
|||
Γραμμή 35: | Γραμμή 35: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|baisser}}, {{τ|fr|pencher}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|baisser}}, {{τ|fr|pencher}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|bücken}} |
|||
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 19:36, 29 Αυγούστου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκύβω < Πρότυπο:ετυμ gkm σκύβω < σκύπτω < αρχαία ελληνική κύπτω < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *keu(b)- (στρέφω, κάμπτω, σκύβω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
σκύβω
Συγγενικά
|
Εκφράσεις
- σκύβω το κεφάλι: υποτάσσομαι, γίνομαι υπάκουος
- σκύβω πάνω από κάτι ή κάποιον: ενδιαφέρομαι και ασχολούμαι