διακοπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 16: | Γραμμή 16: | ||
#*: ''η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές '''διακοπές''' ρεύματος'' |
#*: ''η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές '''διακοπές''' ρεύματος'' |
||
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|διακοπές}} |
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|διακοπές}} |
||
#σύνθετη λέξη, το πρώτο συνθετικό είναι το "δια" και το δεύτερο το "κόβω" |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 17:10, 27 Σεπτεμβρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διακοπή | οι | διακοπές |
γενική | της | διακοπής | των | διακοπών |
αιτιατική | τη | διακοπή | τις | διακοπές |
κλητική | διακοπή | διακοπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- διακοπή < αρχαία ελληνική διακοπή
Ουσιαστικό
διακοπή θηλυκό
- η ενέργεια του διακόπτω
- η διακοπή της συνεδρίασης
- το αποτέλεσμα του διακόπτω
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη διακοπές
Μεταφράσεις
διακοπή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διακοπή < διακόπτω
Ουσιαστικό
διακοπή θηλυκό
- το κόψιμο σε δύο μέρη
- (συνεκδοχικά) στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά