διακοπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
#*: ''η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές '''διακοπές''' ρεύματος''
#*: ''η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές '''διακοπές''' ρεύματος''
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|διακοπές}}
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|διακοπές}}
#σύνθετη λέξη, το πρώτο συνθετικό είναι το "δια" και το δεύτερο το "κόβω"


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 17:10, 27 Σεπτεμβρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακοπή οι διακοπές
      γενική της διακοπής των διακοπών
    αιτιατική τη διακοπή τις διακοπές
     κλητική διακοπή διακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακοπή < αρχαία ελληνική διακοπή

Ουσιαστικό

διακοπή θηλυκό

  1. η ενέργεια του διακόπτω
    η διακοπή της συνεδρίασης
    • η προσπάθεια να αποβάλει κάποιος μια βλαβερή συνήθεια
      η διακοπή του καπνίσματος (το κόψιμο)
    • διακοπή κύησης: η άμβλωση
  2. το αποτέλεσμα του διακόπτω
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη διακοπές

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διακοπή < διακόπτω

Ουσιαστικό

διακοπή θηλυκό

  1. το κόψιμο σε δύο μέρη
  2. (συνεκδοχικά) στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά