σημαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
# εκπέμπω ένα ηχητικό [[σήμα]] που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι |
# εκπέμπω ένα ηχητικό [[σήμα]] που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι |
||
#: '''''σήμανε''' συναγερμός στο στρατόπεδο'' |
#: '''''σήμανε''' συναγερμός στο στρατόπεδο'' |
||
# '''σημαίνω ότι''': συνεπάγω, συνεπάγομαι· αποδεικνύω συμπέρασμα |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 14:26, 29 Σεπτεμβρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σημαίνω < αρχαία ελληνική σημαίνω
Ρήμα
σημαίνω, πρτ.: σήμαινα, στ.μέλλ.: θα σημάνω, αόρ.: σήμανα, παθ.φωνή: σημαίνομαι, μτχ.π.π.: σεσημασμένος
- είμαι φορέας μιας σημασίας μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
- τι σημαίνει η λέξη "ενδελεχώς";
- ταυτίζομαι με κάτι άλλο ως προς το νοηματικό περιεχόμενο
- η επιφύλαξή μου δε σημαίνει απροθυμία
- εκπέμπω ένα ηχητικό σήμα που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι
- σήμανε συναγερμός στο στρατόπεδο
- σημαίνω ότι: συνεπάγω, συνεπάγομαι· αποδεικνύω συμπέρασμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σημαίνω | σήμαινα | θα σημαίνω | να σημαίνω | σημαίνοντας | |
β' ενικ. | σημαίνεις | σήμαινες | θα σημαίνεις | να σημαίνεις | σήμαινε | |
γ' ενικ. | σημαίνει | σήμαινε | θα σημαίνει | να σημαίνει | ||
α' πληθ. | σημαίνουμε | σημαίναμε | θα σημαίνουμε | να σημαίνουμε | ||
β' πληθ. | σημαίνετε | σημαίνατε | θα σημαίνετε | να σημαίνετε | σημαίνετε | |
γ' πληθ. | σημαίνουν(ε) | σήμαιναν σημαίναν(ε) |
θα σημαίνουν(ε) | να σημαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σήμανα | θα σημάνω | να σημάνω | σημάνει | ||
β' ενικ. | σήμανες | θα σημάνεις | να σημάνεις | σήμανε | ||
γ' ενικ. | σήμανε | θα σημάνει | να σημάνει | |||
α' πληθ. | σημάναμε | θα σημάνουμε | να σημάνουμε | |||
β' πληθ. | σημάνατε | θα σημάνετε | να σημάνετε | σημάνετε | ||
γ' πληθ. | σήμαναν σημάναν(ε) |
θα σημάνουν(ε) | να σημάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σημάνει | είχα σημάνει | θα έχω σημάνει | να έχω σημάνει | ||
β' ενικ. | έχεις σημάνει | είχες σημάνει | θα έχεις σημάνει | να έχεις σημάνει | ||
γ' ενικ. | έχει σημάνει | είχε σημάνει | θα έχει σημάνει | να έχει σημάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε σημάνει | είχαμε σημάνει | θα έχουμε σημάνει | να έχουμε σημάνει | ||
β' πληθ. | έχετε σημάνει | είχατε σημάνει | θα έχετε σημάνει | να έχετε σημάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν σημάνει | είχαν σημάνει | θα έχουν σημάνει | να έχουν σημάνει |
|