έμφυτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→Μεταφράσεις: Μετάφραση Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
εκ γενετής |
εκ γενετής |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 17:58, 3 Οκτωβρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έμφυτος | η | έμφυτη | το | έμφυτο |
γενική | του | έμφυτου | της | έμφυτης | του | έμφυτου |
αιτιατική | τον | έμφυτο | την | έμφυτη | το | έμφυτο |
κλητική | έμφυτε | έμφυτη | έμφυτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έμφυτοι | οι | έμφυτες | τα | έμφυτα |
γενική | των | έμφυτων | των | έμφυτων | των | έμφυτων |
αιτιατική | τους | έμφυτους | τις | έμφυτες | τα | έμφυτα |
κλητική | έμφυτοι | έμφυτες | έμφυτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- έμφυτος < αρχαία ελληνική ἔμφυτος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Επίθετο
έμφυτος, -η, -ο
- που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη γέννησή του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
- έχει έμφυτη ενεργητικότητα και τόλμη
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εκ γενετής