έμφυτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἔμφυτος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el}} [[ἔμφυτος]]

==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈɛɱ.fi.tɔs|γλ=el}} {{α}}
{{ΔΦΑ|ˈɛɱ.fi.tɔs|γλ=el}} {{α}}
{{ΔΦΑ|ˈɛɱ.fi.ti|γλ=el}} {{θ}}
{{ΔΦΑ|ˈɛɱ.fi.ti|γλ=el}} {{θ}}
{{ΔΦΑ|ˈɛɱ.fi.tɔ|γλ=el}} {{ο}}
{{ΔΦΑ|ˈɛɱ.fi.tɔ|γλ=el}} {{ο}}

==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
* που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη [[γέννηση|γέννησή]] του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
* που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη [[γέννηση|γέννησή]] του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
: ''έχει '''έμφυτη''' ενεργητικότητα και τόλμη''
*: ''έχει '''έμφυτη''' ενεργητικότητα και τόλμη''

===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
* [[εγγενής]]
* [[εγγενής]]
* [[σύμφυτος]]
* [[σύμφυτος]]

===={{αντώνυμα}}====
===={{αντώνυμα}}====
* [[επίκτητος]]
* [[επίκτητος]]

Αναθεώρηση της 20:39, 3 Οκτωβρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμφυτος η έμφυτη το έμφυτο
      γενική του έμφυτου της έμφυτης του έμφυτου
    αιτιατική τον έμφυτο την έμφυτη το έμφυτο
     κλητική έμφυτε έμφυτη έμφυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμφυτοι οι έμφυτες τα έμφυτα
      γενική των έμφυτων των έμφυτων των έμφυτων
    αιτιατική τους έμφυτους τις έμφυτες τα έμφυτα
     κλητική έμφυτοι έμφυτες έμφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έμφυτος < αρχαία ελληνική ἔμφυτος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

έμφυτος, -η, -ο

  • που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη γέννησή του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
    έχει έμφυτη ενεργητικότητα και τόλμη

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

εκ γενετής