αργίλιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
||
* {{fi}} : {{τ|fi|alumiini}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 05:15, 8 Οκτωβρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- αργίλιο < (αντιδάνειο) αγγλική argil + -ιο < Πρότυπο:ετυμ la argilla < αρχαία ελληνική ἄργιλλος
Ουσιαστικό
αργίλιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- Πρότυπο:χημ μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 13 και χημικό σύμβολο το Al
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αργίλιο | ||
γενική | του | αργιλίου & αργίλιου | ||
αιτιατική | το | αργίλιο | ||
κλητική | αργίλιο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
Δείτε επίσης
- αργίλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)