τρέφω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 109: Γραμμή 109:
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} :
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}

{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 16:26, 16 Οκτωβρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέφω < αρχαία ελληνική τρέφω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

τρέφω, πρτ.: έτρεφα, στ.μέλλ.: θα θρέψω, αόρ.: έθρεψα, παθ.φωνή: τρέφομαι, μτχ.π.π.: θρεμμένος

  1. παρέχω σε κάποιον τροφή, φαγητό
  2. παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει
  3. έχω, νιώθω
    τρέφω μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του
  4. αφήνω να αναπτυχθεί
    τρέφω μούσι
  5. εκτρέφω ζώα
  6. (για τραύμα / πληγή) επουλώνομαι, κλείνω

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις