ακούω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{εκφράσεις}}: + εξ αμάξης κλπ
→‎{{εκφράσεις}}: διόρθωση βαρείας
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
* [[άκου πράματα]]: (όπως παραπάνω)
* [[άκου πράματα]]: (όπως παραπάνω)
* [[ακούς εκεί]]: (''επιφωνηματικά'') τι ανόητο, τι αδιανόητο, τι απρεπές
* [[ακούς εκεί]]: (''επιφωνηματικά'') τι ανόητο, τι αδιανόητο, τι απρεπές
* [[άκουσον, άκουσον]]! ([[ἂκουσον, ἂκουσον]]!)
* [[άκουσον, άκουσον]]! ([[ἄκουσον, ἄκουσον]]!)
* [[άκουσον Κύριε]]! ([[ἂκουσον Κύριε]]!)
* [[άκουσον Κύριε]]! ([[ἂκουσον Κύριε]]!)
* [[ακούω τα εξ αμάξης]]
* [[ακούω τα εξ αμάξης]]
Γραμμή 30: Γραμμή 30:
* [[ακούω τον αναβαλλόμενο]]
* [[ακούω τον αναβαλλόμενο]]
* [[ακούω τον εξάψαλμο]]
* [[ακούω τον εξάψαλμο]]
* [[πάταξον μεν, άκουσον δε]] ([[πάταξον μέν, ἂκουσον δέ]]) ([[w:Πλούταρχος|Πλούταρχος]], ''[[w:Βίοι Παράλληλοι|Βίοι Παράλληλοι]]'', [[s:Βίοι_Παράλληλοι/Θεμιστοκλής#11.3|''Θεμιστοκλής'', 11.3]])
* [[πάταξον μεν, άκουσον δε]] ([[πάταξον μέν, ἄκουσον δέ]]) ([[w:Πλούταρχος|Πλούταρχος]], ''[[w:Βίοι Παράλληλοι|Βίοι Παράλληλοι]]'', [[s:Βίοι_Παράλληλοι/Θεμιστοκλής#11.3|''Θεμιστοκλής'', 11.3]])
* [[ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω]] ([[ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω]]) ([[s:Κατά Λουκάν#η'|Τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, η']])
* [[ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω]] ([[ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω]]) ([[s:Κατά Λουκάν#η'|Τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, η']])
* [[σα σ' ακούω]]: τι είναι αυτά που λες; (έκφραση δυσαρέσκειας)
* [[σα σ' ακούω]]: τι είναι αυτά που λες; (έκφραση δυσαρέσκειας)

Αναθεώρηση της 01:09, 5 Νοεμβρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω

Ρήμα

ακούω και ακούγω, πρτ.: άκουγα, στ.μέλλ.: θα ακούσω, αόρ.: άκουσα, παθ.φωνή: ακούγομαι, μτχ.π.π.: ακουσμένος

  1. (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
    Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
  2. (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αφτί
    Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
  3. (μεταβατικό) πληροφορούμαι
    Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
  4. (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
    -Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
  5. δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
    Ακούστε με, σας παρακαλώ!
  6. (αρνητικά) δεν με ενδιαφέρει κάτι
    Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
  7. υπακούω
    Αυτό το παιδί δεν με ακούει πια καθόλου.

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

Επίσης, πιο σπάνιοι τύποι: ακούεις, ακούομε, ακούετε, κ.λπ.

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια