χταπόδι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
NHHP (συζήτηση | συνεισφορές)
μ →‎{{μεταφράσεις}}: βιετναμικά : bạch tuộc, mực phủ (Vietnamese words: correct typographical error)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 87: Γραμμή 87:
* {{fo}} : {{τ|fo|høgguslokkur|noentry=1}}
* {{fo}} : {{τ|fo|høgguslokkur|noentry=1}}
* {{tl}} : {{τ|tl|pugíta|noentry=1}}
* {{tl}} : {{τ|tl|pugíta|noentry=1}}
* {{fi}} : {{τ|fi|tursas}}
* {{fi}} : {{τ|fi|mustekala}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-αρχή|ιμάντας}}
{{μτφ-αρχή|ιμάντας}}

Αναθεώρηση της 23:40, 12 Νοεμβρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χταπόδι τα χταπόδια
      γενική του χταποδιού των χταποδιών
    αιτιατική το χταπόδι τα χταπόδια
     κλητική χταπόδι χταπόδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα χταπόδι(1)
διάφορα μεμονωμένα χταπόδια(2)

Ετυμολογία

χταπόδι < μεσαιωνική ελληνική ὀκταπόδιον < αρχαία ελληνική ὀκτάπους ή ὀκτώπους

Ουσιαστικό

χταπόδι ουδέτερο

  1. Πρότυπο:ζωολ θαλασσινό κεφαλόποδο μαλάκιο, με μεγάλο κεφάλι απ' όπου ξεκινούν οχτώ πλοκάμια
     συνώνυμα: οκτάπους, οκταπόδιον
  2. ιμάντας με ελαστικότητα και δύο γάντζους στις άκρες του που χρησιμοποείται για να προσδεθούν αντικείμενα σε σχάρα αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας
  3. (μεταφορικά) ανόητος άνθρωπος

Εκφράσεις

  • χτυπάω κάποιον σα(ν) χταπόδι: χτυπώ κάποιον ανελέητα, σφυροκοπώ (η παρομοίωση προκύπτει από την εικόνα του ψαρά που χτυπάει πολλές φορές το χταπόδι στο έδαφος)
  • πιάνω κάποιον σα(ν) χταπόδι: πιάνω κάποιον με πολύ γερή λαβή (όπως το χταπόδι που προσκολλάται σε ένα βράχο με τις βεντούζες του)

Σύνθετα

Υποκοριστικά

Μεταφράσεις