δικάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ανάκληση της επεξεργασίας 4010048 του 37.6.96.29 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
*[[αντιδικαστικός]]
*[[αντιδικαστικός]]
*[[αρχιδικαστής]]
*[[αρχιδικαστής]]
*[[αυτοδικάζομαι]]
*[[αυτοδικάζ\μγκψμηι]]
*[[αυτοδικαζόμενος]]
*[[αυτοδικαζόμενος]]
*[[αυτοκαταδικάζομαι]]
*[[αυτοκαταδιι αμ προ μένος]]
*[[αυτοκατασικασμένος]]
*[[δεδικασμένο]]
*[[δεδικασμένο]]
*[[δικάσιμη]]
*[[δικάσιμη]]

Αναθεώρηση της 21:05, 28 Νοεμβρίου 2018

Δείτε επίσης: δεκάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δικάζω < αρχαία ελληνική δικάζω < δίκη

Ρήμα

δικάζω (παθητική φωνή: δικάζομαι)

  1. Πρότυπο:νομ βγάζω καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση για κάποιον ως δικαστής
  2. (κατ’ επέκταση) καταδικάζω
  3. (μεταφορικά) κρίνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις