διστάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
* {{en}} : {{τ|en|hesitate}}
* {{en}} : {{τ|en|hesitate}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
* {{grc}} : {{τ|grc|ὀκνέω}}
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|hésiter}}
* {{fr}} : {{τ|fr|hésiter}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
* {{eo}} : {{τ|eo|heziti}}
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
* {{ja}} : {{τ|ja|躊躇う|tr=tamerau}}
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
Γραμμή 32: Γραμμή 32:
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 20:48, 19 Δεκεμβρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διστάζω < αρχαία ελληνική διστάζω

Ρήμα

διστάζω

  1. το να μην είμαι σίγουρος/-η

Μεταφράσεις