περιπατητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη el-κλίσ-'καλός' στα -ικός |
Ορισμός Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Αυτός που αρέσκεται να παρπατάει.Σε ασθενη,αυτός που δεν είναι κλινήρης. |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
Αναθεώρηση της 07:05, 27 Δεκεμβρίου 2018
Αυτός που αρέσκεται να παρπατάει.Σε ασθενη,αυτός που δεν είναι κλινήρης.
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιπατητικός < αρχαία ελληνικήπεριπατῶ
Επίθετο
περιπατητικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- περιπατητική φροντίδα υγείας
Μεταφράσεις
περιπατητικός