χρονόμετρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 96: Γραμμή 96:
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fo}} : {{τ|fo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fo}} : {{τ|fo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
* {{fi}} : {{τ|fi|kronometri}}
<!-- * {{fy}} : {{τ|fy|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fy}} : {{τ|fy|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 05:57, 30 Ιανουαρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρονόμετρο τα χρονόμετρα
      γενική του χρονομέτρου
χρονόμετρου
των χρονομέτρων
    αιτιατική το χρονόμετρο τα χρονόμετρα
     κλητική χρονόμετρο χρονόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chronomètre < αρχαία ελληνική χρόνος + μέτρον

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
ένα αναλογικό χρονόμετρο

Ουσιαστικό

χρονόμετρο ουδέτερο

  1. ειδική συσκευή που μετράει με ακρίβεια χρονικά διαστήματα και στις πιο λεπτές τους υποδιαιρέσεις (π.χ. κλάσματα δευτερολέπτου)
    το χρονόμετρο έδειξε διαφορά μόλις μερικών δεκάτων του δευτερολέπτου μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου νικητή της κούρσας
  2. Πρότυπο:ναυτ μηχανισμός που λειτουργεί ωρολογιακά κι επιτρέπει τη μέτρηση του χρόνου που είναι αναγκαίος στην αστρονομική ναυτιλία
  3. Πρότυπο:μουσ όργανο που χρησιμοποιείται στη μέτρηση της ρυθμικής ταχύτητας με την οποία πρέπει να εκτελεστεί ένα μουσικό κομμάτι
     συνώνυμα: μετρονόμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις