μάγειρας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
||
* {{fi}} : {{τ|fi|kokki}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 09:40, 3 Φεβρουαρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μάγειρας | οι | μάγειρες |
γενική | του | μάγειρα | των | μαγείρων |
αιτιατική | τον | μάγειρα | τους | μάγειρες |
κλητική | μάγειρα | μάγειρες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- μάγειρας < αρχαία ελληνική μάγειρος < αρχαία ελληνική μάσσω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μάγειρας αρσενικό (θηλυκό: μαγείρισσα)
- ο επαγγελματίας που ασχολείται με την παρασκευή φαγητού
- αυτός που μαγειρεύει