αγάπη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 87.203.212.39 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Svlioras
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 47: Γραμμή 47:
* [[σκληρότητα]]
* [[σκληρότητα]]
* [[διχόνοια]]
* [[διχόνοια]]
* [[θλίψη]]


===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====

Αναθεώρηση της 14:11, 24 Φεβρουαρίου 2019

Δείτε επίσης: Αγάπη

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγάπη οι αγάπες
      γενική της αγάπης των αγαπών
    αιτιατική την αγάπη τις αγάπες
     κλητική αγάπη αγάπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγάπη < (ελληνιστική κοινή) ἀγάπη < αρχαία ελληνική ἀγαπῶ

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

αγάπη (el) θηλυκό, η γενική πληθυντικού είναι αδόκιμη

  1. συναίσθημα συμπάθειας, φιλίας ή στοργής καθώς και η έκφρασή του με λόγια ή πράξεις
    νιώθω αγάπη για κάποιον
    η συζυγική / πατρική/ μητρική/ αδελφική αγάπη
  2. ο έρωτας
    χαίρονται την αγάπη τους
  3. το πρόσωπο για το οποίο αισθάνεται κανείς έρωτα
    θυμάται την πρώτη του αγάπη
  4. ως προσφώνηση οικείων προσώπων ή εραστών
    αγάπη μου!
  5. το έντονο ενδιαφέρον ή η συχνή ενασχόληση με κάτι
    έχει αγάπη για την εντομολογία
  6. η αφοσίωση σε ένα ιδανικό, η ολόψυχη επιθυμία για κάτι που θεωρείται αγαθό
    η αγάπη για την πατρίδα
  7. (θρησκεία) το φιλί μεταξύ των χριστιανών στην ακολουθία της Ανάστασης
  8. (θρησκεία) αγάπες, κοινά δείπνα των πρώτων Χριστιανών

Συγγενικά

Σύνθετα

Αντώνυμα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις