υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 65: Γραμμή 65:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αρχαία κλίση

Αοριστός
υφάρπασα
υφάρπασας
υφάρπασε
υφαρπάσαμεν
υφαρπάσατε
υφάρπασαν

Αναθεώρηση της 16:30, 25 Φεβρουαρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω

Ρήμα

υφαρπάζω

  1. οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
    μου υφάρπαξε τα έγγραφα
  2. καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
    δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αρχαία κλίση

Αοριστός υφάρπασα υφάρπασας υφάρπασε υφαρπάσαμεν υφαρπάσατε υφάρπασαν