υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυ.+αρχαίο. Κλίση: και η παθ. φωνή. Η αρχαία κλίση του επισκέπτη, στο ὑφαρπάζω
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
# καταφέρνω να [[αποσπώ|αποσπάσω]] κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
# καταφέρνω να [[αποσπώ|αποσπάσω]] κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
#: ''δεν μπορείς να '''υφαρπάξεις''' τη συγκατάθεσή μου''
#: ''δεν μπορείς να '''υφαρπάξεις''' τη συγκατάθεσή μου''

===={{συνώνυμα}}====
* [[σφετερίζομαι]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[υφαρπαγή]]
* [[υφαρπαγή]]
* ''και'' {{βλ|αρπάζω}}


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====

Αναθεώρηση της 23:53, 25 Φεβρουαρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υφαρπάζω < αρχαία ελληνική ὑφαρπάζω > ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω. Συγχρονικά υφ- (υπο-) + αρπάζω.

Ρήμα

υφαρπάζω, αόρ.: υφάρπαξα/υφήρπασα, παθ.φωνή: υφαρπάζομαι, π.αόρ.: υφαρπάχθηκα, μτχ.π.π.: υφαρπαγμένος

  1. οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
    μου υφάρπαξε τα έγγραφα
  2. καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
    δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Και λόγιος αόριστος: υφήρπασα

Μεταφράσεις