τοστ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
* [[τοστάκι]]
* [[τοστάκι]]
* [[τοστιέρα]]
* [[τοστιέρα]]

==={{βλέπε}}===
{{ΒΠ}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 19:11, 9 Μαρτίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

τοστ

Ετυμολογία

τοστ < αγγλική toast < παλαιά γαλλικά toster < Πρότυπο:ετυμ la tostus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος torreo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ters- (ξηρός)

Ουσιαστικό

τοστ ουδέτερο άκλιτο

  1. πρόχειρο φαγητό από δύο φέτες ψωμί όχι απαραίτητα τετράγωνου σχήματος γεμισμένες με φέτες από τυρί, ζαμπόν ή κάτι άλλο· ψήνεται σε συσκευή με δύο μαντεμένιες πλάκες (τοστιέρα)
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε σάντουιτς ψημένο σε τοστιέρα

Παράγωγα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις