διεστραμμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:2149:8453:C800:64F0:2483:6E42:8E29 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot
Ετικέτα: Επαναφορά
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : ''ερωτικά ανώμαλος'': {{τ|en|pervert}} /ˈpəːvəːt/· {{τ|en|twisted}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 08:00, 12 Μαρτίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεστραμμένος η διεστραμμένη το διεστραμμένο
      γενική του διεστραμμένου της διεστραμμένης του διεστραμμένου
    αιτιατική τον διεστραμμένο τη διεστραμμένη το διεστραμμένο
     κλητική διεστραμμένε διεστραμμένη διεστραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεστραμμένοι οι διεστραμμένες τα διεστραμμένα
      γενική των διεστραμμένων των διεστραμμένων των διεστραμμένων
    αιτιατική τους διεστραμμένους τις διεστραμμένες τα διεστραμμένα
     κλητική διεστραμμένοι διεστραμμένες διεστραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διεστραμμένος < (ελληνιστική κοινήδιεστραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαστρέφω < αρχαία ελληνική στρέφω

Επίθετο

διεστραμμένος, -η, -ο

  1. που παρεκκλίνει από το αντικειμενικά φυσιολογικό, που ρέπει προς το ανώμαλο (ιδίως στον σεξουάλικό τομέα)
  2. παραμορφωμένος, παραποιημένος, στρεβλός

Συγγενικά

Μεταφράσεις